χασμώμαι — χασμῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και δ. τ. κατά τον Ησύχ. χαμῶμαι, άομαι Α [χάσμη] εισπνέω βαθιά και παρατεταμένα, χασμουριέμαι μσν. αρχ. (για στόμα και για πράγμ.) χάσκω, είμαι ανοιχτός, αφήνω άνοιγμα, αφήνω κενό αρχ. 1. μτφ. μένω κατάπληκτος, μένω με το… … Dictionary of Greek
χασμουριέμαι — και χασμουριούμαι ή χασμουριώμαι Ν 1. έχω χασμουρητό, χασμώμαι 2. (ειδικά) νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τού ρ. χασμῶμαι σχηματισμένοι μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *χασμ ούρα (< χάσμη + κατάλ. ούρα, πρβλ. χασ ούρα)] … Dictionary of Greek
χασμούμαι — έομαι, Α (ποιητ. τ.) χασμώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. χασμῶμαι, κατά τα συνηρ. σε έω] … Dictionary of Greek
καταχασμώμαι — καταχασμῶμαι, άομαι (AM) 1. καταχάσκω*, ανοίγω το στόμα 2. καταγελώ 3. (για τα όσπρια) σπάζω, σκάω, ανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χασμῶμαι «ανοίγω το στόμα, χάσκω»] … Dictionary of Greek
περιχασμώμαι — άομαι, Α χασμουριέμαι γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χασμῶμαι (< χάσμα)] … Dictionary of Greek
χάσμημα — το, ΝΑ [χασμῶμαι] νεοελλ. φυσιολ. νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία διάνοιξη τού στόματος και βαθιά, παρατεταμένη και συχνά θορυβώδη εισπνοή και το οποίο αποτελεί σημείο κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολής αρχ. το… … Dictionary of Greek
χάσμηση — η / χάσμησις, ήσεως, ΝΜΑ [χασμῶμαι] χασμουρητό μσν. γραμμ. χασμωδία … Dictionary of Greek
χαμώμαι — άομαι, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. χασμώμαι … Dictionary of Greek